- αλλαμπάντα
- (I)επίρρ.εγκάρσια, στο πλευρό (επιφώνημα προς τους ναύτες «όρτε αλλαμπάντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla banda.ΠΑΡ. νεοελλ. ουσ. αλλαμπάντα].————————(II)ηη επιδρομή τών Αλβανών κατά τα Ορλοφικά2. διαρπαγή, λαφυραγωγία, πλιάτσικο3. αναταραχή, αναστάτωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλλαμπάντα].
Dictionary of Greek. 2013.